- διαταράττω
- (ταραχ)
привожу в замешательство, в смущение
- διεταράχθην
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
διαταράζω — και διαταράσσω (AM διαταράσσω και διαταράττω) προκαλώ σύγχυση, διασαλεύω, ενοχλώ, ανησυχώ («διαταράζω την κοινή ησυχία, τη δημόσια τάξη...») … Dictionary of Greek